- πανθεΐστικός
- [пантэистикос] επ пантеистический.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
πανθεϊστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πανθεϊσμό ή στον πανθεϊστή. επίρρ... πανθεϊστικώς και ά σύμφωνα με τον πανθεϊσμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανθεϊσμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Ν. Κοτζιά] … Dictionary of Greek
πανθεϊστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πανθεϊσμό: Η πανθεϊστική κοσμοθεωρία αρχίζει με το νεοπλατωνικό φιλόσοφο Πλωτίνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)